- μεταλαγχάνειν
- μεταλαγχάνωhave a share allotted onepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταλαγχάνω — (Α) 1. παίρνω μέρος από κάτι με κλήρο ή κατά τύχη 2. συμμετέχω σε κάτι, σε τροφή, στη Θεία Ευχαριστία, σε εορτή (α. «τοῡ δεσποτικοῡ μεταλαγχάνω σώματος», Θεόδ. β. «τῶν θείων μυστηρίων μεταλαγχάνειν», Θεόδ.) 3. δίνω μέρος από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek